- ῥόθια
- ῥόθῐα (τά)1 breakers met. ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς (sc. Αἴγινα) Pae. 6.129
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ῥόθια — ῥόθιος rushing neut nom/voc/acc pl ῥόθιος rushing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόφια — Α (κατά τον Ησύχ.) «κύματα ἤ ῥόθια». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί ῥόθια (βλ. λ. ῥόθιος)] … Dictionary of Greek
ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… … Dictionary of Greek